- αντιστήριγμα
- το (Α ἀντιστήριγμα)1. στήριγμα, υποστήριγμα2. υποστήριξη, προστασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιστήριγμα — a prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστήριγμα — το, ατος αντέρεισμα, υποστήριξη, προστασία: Εκτός από το θείο του άλλο αντιστήριγμα στη ζωή δεν είχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιστηρίγματα — ἀντιστήριγμα a prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβόλα — η [αναβολή] 1. χαμηλός τοίχος σε κατηφορικό έδαφος για να συγκρατεί τα χώματα, αντιστήριγμα, πεζούλα 2. ακαλλιέργητο κομμάτι ενός καλλιεργημένου αγρού … Dictionary of Greek
πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές … Dictionary of Greek
ՄՈՅԹ — (մութի, ից.) NBH 2 0296 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c գ. ὐποστήριγμα, ἁντιστήριγμα sustentaculum, fulcimen, fulcimentum; fulcrum, firmamentum . Նեցուկ. յեցուկ. հաստարան. ամրութիւն ʼի ներքոյ կողմանէ՝ կամ առ ʼի կողմանէ. պայագ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αντιστύλι — το ιού, αντιστήριγμα, προστασία (προστάτης): Ο μεγάλος της γιος ήταν το αντιστύλι του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποστήριγμα — το, ατος 1. καθετί που στηρίζει κάτι αποκάτω, υπόβαθρο, υποστύλωμα. 2. γενικά ό,τι υποβαστάει, αντέρεισμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα. 3. μτφ., ηθική υποστήριξη, προστασία, βοήθημα: Μη φοβάσαι, θα μ έχεις υποστήριγμά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)